- μισθωτήριο
- το (Α μισθωτήριον)νεοελλ.έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό ή δημόσιο συμβόλαιο που περιλαμβάνει τους όρους μιας μίσθωσηςαρχ.1. τόπος όπου γινόταν η μίσθωση τών εργατών2. σωματείο τών μισθωτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθώνω + επίθημα -τήριο].
Dictionary of Greek. 2013.