μισθωτήριο

μισθωτήριο
το (Α μισθωτήριον)
νεοελλ.
έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό ή δημόσιο συμβόλαιο που περιλαμβάνει τους όρους μιας μίσθωσης
αρχ.
1. τόπος όπου γινόταν η μίσθωση τών εργατών
2. σωματείο τών μισθωτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθώνω + επίθημα -τήριο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μισθωτήριο — το το έγγραφο συμβόλαιο ή συμφωνητικό με τους όρους μίσθωσης, το ενοικιαστήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πακτοχάρτι — το έγγραφη συμφωνία, συν. για μίσθωση ακινήτου, μισθωτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάκτο + χαρτί] …   Dictionary of Greek

  • ενοικιαστήριο — το 1. συμβόλαιο ή συμφωνητικό ενοικίασης, το μισθωτήριο (ενν. έγγραφο). 2. έγγραφη (ή έντυπη) αγγελία, που γνωστοποιεί την προσφορά ακινήτου για ενοικίαση ή και πινακίδα με γραμμένη τη λέξη «ενοικιάζεται» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”